- στασάνη
- στασάνη, ἡ, ([etym.] ἵστημι)A pledge given, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στασάνη — pledge given fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασάνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγύησις, ἐνέχυρον, ὑποθήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος, εντάσσεται στην οικογένεια τού ἵστημι* / στήσομαι] … Dictionary of Greek
στασάμενον — Α (κατά τον Ησύχ.) «δανεισάμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. στασάνη] … Dictionary of Greek